Έχω ανάγκη φορές να επιμένεις όταν ρωτάς αν είμαι καλά μπας και σου απαντήσω αληθινά σε κάποια από αυτές και όχι λέγοντας ένα τυπικό είμαι καλά. Έχω ανάγκη φορές να κάτσεις με τις ώρες να πιούμε έναν καφέ ή να τσουγκρίσουμε τα ποτά μας χωρίς να μιλάμε. Έχω ανάγκη φορές να με βοηθήσεις να σου μιλήσω μιας και μπορεί να μην θυμάμαι πώς να το κάνω από μόνος μου. Έχω ανάγκη φορές να ξέρεις πως όταν αστειεύομαι το κάνω γιατί από μέσα μου κλαίω από τον τρόμο. Έχω ανάγκη φορές όταν με ακούς να υμνώ την μοναξιά μου να με βοηθήσεις να ξεφύγω από αυτήν. Έχω ανάγκη φορές να επισκέπτεσαι το κελί μου αφού εγώ κούρνιασα για τα καλά μέσα του. Έχω ανάγκη φορές τον ώμο σου όταν γυρνάω την πλάτη μου για μην δεις τα δάκρυα μου. Έχω ανάγκη φορές φίλε μου να νιώθω πως είσαι εκεί και πως ξέρεις να ακούς την σιωπή μου.
Με είχαν προσκαλέσει σε μια εκδήλωση στην Νέα Υόρκη για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Τσιάπας και καθώς ήταν στο δρόμο μου, αποδέχθηκα να συμμετάσχω σ’ εκείνη την εκδήλωση. Όμως ενώ πήγαινα προς το χώρο της εκδήλωσης, συνάντησα δύο Κινέζους. Ήταν δυο νεαροί Κινέζοι της Νέας Υόρκης, που δούλευαν σ’ ένα τηλεοπτικό δίκτυο μιας γειτονιάς, της πόλης. Ένας απ’ αυτούς είχε διαβάσει τα μυθιστορήματα μου και ήθελε με μανία να δω την ταινία της οποίας μόλις είχαν τελειώσει το γύρισμα. Μέσω ενός φίλου, που έκανε την μεσολάβηση, με έψαξαν, με βρήκαν τέλος πάντων με τσάκωσαν επ’ αυτοφώρω και στην ουσία με απήγαγαν και με πήγαν να δω αυτήν την ταινία.
Μου έδειξαν την ταινία στο σπίτι τους, με τους γονείς τους παρόντες, οι οποίοι συνεχώς κουνούσαν το κεφάλι τους χαμογελώντας, όπως κάνουν όλοι οι καλοί Κινέζοι.
Η ιστορία που αφηγείται η ταινία, ήταν μια ιστορία που είχε συμβεί εκείνες τις μέρες, η ιστορία της απεργίας 800 ή 1000 ημιπαράνομων εργαζόμενων που δούλευαν στο δεύτερο ή τον τρίτο όροφο σπιτιών σ’ εκείνη τη γειτονιά, φτιάχνοντας έτοιμα ρούχα, μικροπράγματα ή διάφορα προϊόντα – μαϊμούδες. Αρκεί να πω ότι το ρολόι που φοράω το έχω αγοράσει στην Νέα Υόρκη από έναν τέτοιο Κινέζο, μοιάζει σαν ρολόι μάρκας γιατί είναι πλαστογράφηση ενός ChristianGuyκαι για να είμαι πιο ακριβής, είναι η πλαστογράφηση ενός πλαστού ChristianGuy που φτιάχτηκε στη Ταιβάν.
Εκείνοι οι Κινέζοι εργάτες δούλευαν 14 ώρες την ημέρα χωρίς διάλειμμα για φαγητό, ενώ πολλοί κοιμόντουσαν εκεί που δούλευαν. Στην ουσία ήταν όλοι παράνομοι, συνεπώς βρίσκονταν υπό την απειλή, τον συνεχή εκβιασμό των αφεντικών τους ότι θα τους καταγγείλουν σαν παράνομους και θα τους ξαναστείλουν πίσω. Δούλευαν 6,5 μέρες την εβδομάδα και για το ¼ του μισθού που παίρνει ένας κανονικός εργάτης στην Νέα Υόρκη για την ίδια δουλειά. Το απροσδόκητο αλλά κατανοητό του πράγματος ήταν πως η απεργία ήταν παράνομη, δεν υπήρχαν ομάδες περιφρούρησης ή πικετοφορίες, ούτε είχαν βγει στους δρόμους, στην ουσία κάθονταν μέσα στα εργοστάσια με σταυρωμένα τα χέρια. Οι γονείς αυτών των δύο που είχα συναντήσει, δούλευαν τρία χρόνια για να μπορέσουν να οργανώσουν μια τέτοια απεργία. Και η απεργία πέτυχε, προχώρησαν,
Ακούγοντας αυτές τις ιστορίες και βλέποντας αυτό το ντοκουμέντο, αποφάσισα να προσκαλέσω τα δυο παιδιά και την ταινία τους, οι γονείς αρνήθηκαν να έρθουν γιατί ήταν παράνομοι και δεν ήθελαν να βγουν από το σπίτι, τους προσκάλεσα στην εκδήλωση , για να αφιερωθεί σ’ αυτούς η εκδήλωση αλληλεγγύης στους Ζαπατίστας της Τσιάπας.
Η μοναδική αναφορά που κάναμε στην Τσιάπας, σ’ εκείνη τη περίπτωση, ήταν : « Αυτή είναι μια εκδήλωση για την Τσιάπας , αλλά για την Τσιάπας που βρίσκεται εδώ, στη Νέα Υόρκη».
Στο Βερολίνο έχω έναν φίλο που είναι εκδότης. Είναι καθ' όλα Γερμανός, έχει μια μοτοσυκλέτα κι ένα πανέμορφο μαύρο κράνος που κάποτε προσπάθησα να τον πείσω να ζωγραφίσει στις πλευρές του έναν φλεγόμενο, κατακίτρινο δράκο, με μια ωραία επιγραφή, ένα σύνθημα, κάτι σαν: «Οι άγγελοι της ταξικής πάλης». Ο φίλος μου ανήκει στην αριστερά, αλλά είναι Γερμανός, γι' αυτό πάντοτε αρνιόταν ν' αγγίξει το κράνος. Δουλεύει δέκα ώρες την ημέρα ως διευθυντής του εκδοτικού οίκου. Το Σάββατο περιορίζεται να δουλεύει οκτώ ώρες στον εκδοτικό οίκο, γιατί νιώθει ότι εκεί βρίσκεται όλο του το πάθος, όλα τα πράγματα που έχει ανάγκη να κάνει. Η Κυριακή, επιτέλους, είναι αφιερωμένη στη βόλτα με τρία διαφορετικά παιδιά, από τρεις διαφορετικούς γάμους, με απολύτως ακριβές ωράριο: από τις 8 έως τις 10.30, από τις 11 έως τις 14 κ.ο.κ. Είναι τα ίδια τα παιδιά, αναμφιβόλως, Γερμανοί κι αυτά, που του λένε: «Μπαμπά, είναι 11.30, ώρα να πας στο άλλο». Πήγα στο Βερολίνο και του πρότεινα να έρθει στο Μεξικό για να συμμετάσχει σε μια διεθνή συνάντηση διανοουμένων, σε μια κίνηση αλληλεγγύης στο κίνημα των Ζαπατίστας. Μου απάντησε: «Πάκο, δεν μπορώ να έρθω, γιατί έχω να κάνω περιφρούρηση τη νύχτα». Ξαφνιασμένος τον ρώτησα: «Τι περιφρούρηση έχεις να κάνεις τη νύχτα;». Μου απάντησε: «Έλα μαζί μου». Πήγα στον εκδοτικό οίκο και περίμενα να τελειώσει τις δώδεκα ώρες εργασίας του. Στις 20 φύγαμε σκαρφαλωμένοι στη μοτοσυκλέτα του, αυτός φορούσε το μαύρο κράνος, και αρχίσαμε να διασχίζουμε σε μήκος και σε πλάτος αυτή τη φοβερή και απαίσια πόλη που είναι το Βερολίνο. Για να πάμε στον προορισμό μας μου δάνεισε το λευκό κράνος ενός από τα παιδιά του, ένα πανέμορφο κράνος, με μια εικόνα του Σνούπυ στο μπροστινό μέρος. Κάναμε την απαραίτητη διαδρομή και τελικά φτάσαμε στην τρομακτική περιφέρεια του Βερολίνου, μπροστά σ' ένα φρικτό, τριώροφο σπίτι, στην είσοδο του οποίου υπήρχε μια ομάδα πενήντα ατόμων. Όταν φτάσαμε, αυτά τα πενήντα άτομα έκαναν έναν κύκλο γύρω από το σπίτι και κάθισαν στο έδαφος. Όντας Γερμανοί, δεν τραγουδούσαν και δεν έκαναν τίποτ' άλλο: καθόντουσαν εκεί χάμω, με τα χέρια σταυρωμένα, σιωπηλοί. Σ' εκείνο το σπίτι ζούσαν πάνω-κάτω έντεκα οικογένειες Τούρκων μεταναστών. Αυτό, ο φίλος μου ο εκδότης το έκανε εδώ και δύο μήνες μπροστά από το σπίτι των Τούρκων μεταναστών και θα το έκανε για άλλους τρεις ακόμα, προκειμένου να εμποδίσει, μαζί με τους- άλλους Γερμανούς που βρίσκονταν εκεί, μια επιδρομή ξενόφοβων ναζιστών, που έκαιγαν τα σπίτια των προσφύγων, των μεταναστών. Ο φίλος μου δούλευε δώδεκα ώρες στον εκδοτικό οίκο, μετά έκανε οκτώ ώρες τη νύχτα περιφρούρηση και αφού κοιμόταν, τις περισσότερες φορές τρεις ή τέσσερις ώρες, πήγαινε κατευθείαν στο γραφείο, πάντοτε στην ώρα του, με τη μεγίστη ακρίβεια. Εν συντομία, μια από τις πιο ωραίες κινήσεις που έχω δει στη ζωή μου: σκότωνε, κατέστρεφε συστηματικά και κανονικά τις νύχτες του, γιατί έτσι έντεκα οικογένειες Τούρκων θα μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχες. Όταν τελείωσε η αγρύπνια, ο φίλος μου με πήγε στο ξενοδοχείο και με ρώτησε: «θέλεις ακόμα ν' αφήσω όλα αυτά εδώ και να έρθω στο Μεξικό, στη συνάντηση αλληλεγγύης στους Ζαπατίστας;». Του απάντησα: «Όχι, όχι, μείνε, είσαι χρήσιμος εδώ, γιατί αν μείνεις και ξαγρυπνάς για να ονειρεύονται οι Τούρκοι, κι εγώ θα κοιμάμαι καλύτερα».
Έχω μία φίλη δεκαοχτώ χρονών, μικρούλα, ζει στα βόρεια της Ισπανίας, τη λένε Σουζάνα και δουλεύει ως εθελόντρια σ' ένα μαγαζί αλληλεγγύης. Μεταξύ των διαφόρων πραγμάτων που πουλά, είναι ένας καφές από τους καλύτερους καφέδες του Μεξικού, ο καφές του Σοκονούσκο. Εδώ και κάμποσο καιρό δεν κατάφερνε να πουλήσει αυτόν τον καφέ κι έτσι η Σουζάνα ήρθε και με ρώτησε : "δεν θα μπορούσαμε να βάλουμε στην ετικέτα αντί για καφές του Σοκονούσκο, καφές της Τσιάπας;". Το Σοκονούσκο είναι μια περιοχή της Τσιάπας που βρίσκεται στην πλευρά του Ειρηνικού, πέρα από τη Σιέρα και πολύ μακριά από τη ζούγκλα. Να γιατί κανείς δεν το ξέρει. Ωστόσο εκείνος ο καφές, προϊόν της συνεργατικής των καμπεσίνος, είναι στ' αλήθεια ο καλύτερος καφές που υπάρχει. Γι' αυτό απάντησα στην Σουζάνα : "Κορίτσι μου κάνε όπως νομίζεις, γράψε καφές της ζούγκλας της Τσιάπας, καλλιεργημένος με τα ίδια τα χέρια του υποδιοικητή Μάρκος και θα σου δώσω και μια φωτογραφία του να πίνει αυτόν τον καφέ, έχοντας σηκώσει την κουκούλα". Λοιπόν, εκπλήρωσα την υπόσχεσή μου, της έδωσα μια φωτογραφία του υποδιοικητή Μάρκος που πίνει τον καφέ, την έβαλε στην ετικέτα κι έτσι πούλησε όλο τον καφέ. Με ρώτησε η Σουζάνα : "Αλλά δεν είναι λιγάκι μαλακία αυτό που κάναμε;". Της απάντησα : "Αυτό το παιχνίδι χειραγώγησης των ΜΜΕ το ξεκίνησε ο υποδιοικητής Μάρκος, γι' αυτό μην ανησυχείς".
Τις είχαμε τις μεθυσμένες μας στιγμές … Στιγμές μεθύσαμε από ποίηση όταν βρήκαμε τον τρόπο να εκφράσουμε τα εγκάρδια και τα εσώψυχα μας σκοτώνονταςτην πεζότητα της ανθρώπινης φύσης μας … Μεθύσαμε φορές από αποτυχίες αλλά και από δημιουργικότητα… Κάποιες φορές μεθύσαμε από λύπη αλλά και κάποιες άλλες από χαρά… Άλλες πάλι μεθύσαμεαπό πόνο και άλλες από αγάπη… Μεθύσαμε φορές από ανεκπλήρωτους έρωτες αλλά κάποιες άλλες φανήκαμε πιο τυχεροί και μεθύσαμε από εκείνες… Μεθύσαμε φορές από τα ζόρια και άλλες από παιδικότητα… Μεθύσαμε από στίχους και μελωδίες καθώς γύρναγαν οι δίσκοι … Μεθύσαμε από τα λόγια και τις μουσικέςτου Μιχάλη… Μεθύσαμε από αλκοόλ και χορέψαμε και εμείς με τα αγγελούδια… Μεθύσαμε πολλές φορές στακελιά μας αλλά και λίγες ελεύθεροι… Μεθύσαμε κάποιες φορές από θάρρος και από βλασφήμια… Μεθύσαμε από φωνέςαλλά και από την σιωπή… Κάποιες φορές μεθύσαμε από φιλίες και άλλες πάλι από τις μοναξιές μας… Μεθύσαμε από τα όμορφα μέσα στη μεγάλη ασχήμια… Μεθύσαμε… μεθύσαμε… μεθύσαμε… μεθύσαμε…
Και αν μετανιώσω ποτέ για κάτι , αυτό θα είναι πως δεν μέθυσα αρκετά διότι τελικά εκεί είναι το μυστικό αφού μόνο όταν είσαι μεθυσμένος τα πάντα είναι εύκολα και απλά.
Υ.Γ1: Επηρεασμένο και από το ποίημα Μεθύστε του Charles Baudelaire που έχουν μελοποιήσει τα Διάφανα Κρίνα.
Υ.Γ2:Το που με πας να μας βρίσκει πάντα μεθυσμένους… Στην υγειά μας.
ΕΜΕΙΣ Είμαστε εκείνοι που συνεχώς μένουν πίσω όπως έγραψε κάποτε ο ποιητής. Είμαστε οι προδομένοι που κάποιοι από εμάς ζεματάνε τα μαχαίρια τους αναμένοντας. Είμαστε οι σκιές που τρεμοσβήνουν θυμίζοντας τους ανθρώπους που κάποτε υπήρξαν. Είμαστε τα καρδιοχτύπια που γκρεμίζουν κόσμους ολόκληρους και ξεκινάνε πεφτάστερα. Είμαστε οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν αλλά βιώθηκαν και τις νιώσαμε στις καρδιές μας. Είμαστε οι αναμνήσεις από το χθες, οι φωνές από το σήμερα και αυτό που αύριο μάλλον θα χαθεί. Είμαστε φάρσα παιδιών σε μεγάλη γιορτή χωρίς απώτερους σκοπούς και επιδιώξεις. Είμαστε οι μοναξιώτες απανταχού της γης που ψυχανταμώνουμε μέσα από τραγούδια και ματιές.
ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ Απόνευτοι φύλακες της καθημερινότητας… φόβοι παιδικών χρόνων και τρόπος εκφοβισμός γονιών… για κάποιους τελευταίο γρανάζι της σαπισμένης εξουσιαστικής μηχανής και για άλλους πρόσωπο του τέρατος που κάποτε θρέψαμε όλοι … πρώην αμόρφωτοι και νυν αριστούχοι αμόρφωτοι φρουροί των συμβιβασμών μου… βασανιστές ψυχών και σωμάτων… εγκλωβισμένοι στην σιγουριά και στην αποχαύνωση που αυτή προσφέρει… σούπερ ήρωες με ντροπής παράσημα και σήματα στις στολές , οχήματα και επιδόματα… πικηρυχτές της λευτεριάς και του αγώνα… δίποδα και καλά εκπαιδευμένα σκυλιά που σκότωσαν πρώτα από όλα τη φύση τους… λίγες είναι οι φορές που δεν προσπάθησα να σας αποφύγω και είναι από τις φορές που μπορεί να ένιωσα αξιοπρεπής και άνθρωπος… Μάθετε λοιπόν, πως περισσότερο από όσο σας μισώ και σας φοβάμαι ίσως να σας λυπάμαι… Έτσι απλά σαν προφορικός λόγος , δεν αξίζετε κάτι παραπάνω…
Υ.Γ: Η πρώτη φράση από το ¨εμείς¨ προέρχεται από ποίημα του Αθανάσιου Κούρτη ενώ η δεύτερη αποτελεί παραλλαγή του στίχου των ACTIVE MEMBER από το τραγούδι Βαθύσκιωτα.
Είδα μια κοπέλα να βγαίνει από τον σταθμό του μετρό και να κατευθύνεται αντίθετα από ότι εγώ. Ξαφνικά και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μου ήρθε στο μυαλό μια εικόνα που σαν συνέβαινε σε μια άλλη πραγματικότηταόπου η συγκεκριμένη κοπέλα παραπάτησε και έπεσε. Σε αυτήν την φανταστική μπορεί και παράλληλη όμως πραγματικότητα θα πήγαινα κοντά της για να βεβαιωθώ πως είναι καλάκαιθα την βοήθαγα να σηκωθεί. Θα της μίλαγα λίγο και λίγο πριν φύγει θα της πρότεινα να της δώσω το κινητό μου. Μπορεί και να δεχόταν. Μπορεί την επόμενη μέρα να μου έστελνε μήνυμα… θα της απάνταγα… θα μου ξανάστελνε… θα της πρότεινα να βρεθούμε… μπορεί και να δεχόταν… θα πηγαίναμε για καφέ, θα μιλάγαμε χαλαρά και θα γελάγαμε… όταν θα έφτανε η ώρα να πληρώσουμε , θα επέμενα να πληρώσω εγώκαι ενώ παρόλο που εκείνη αρχικά δεν θα δεχόταν εντέλει θα την έπειθα. Μετά ίσως να πηγαίναμε και για ένα ποτό. Μπορεί στο τέλος της βραδιάς και όταν έφτανε η στιγμή να αποχαιρετιστούμενα φιλιόμασταν… Να την ερωτευόμουν… Να με ερωτευόταν… Σε μια άλλη πραγματικότητα θα γινόντουσαν όμως αυτά. Στην πραγματικότητα που ζούμε απλά θα πήγαινα κοντά της για να βεβαιωθώ πως είναι καλά, θα την βοήθαγα να σηκωθεί και θα έφευγα. Άσε κιόλας που δεν έπεσε.