Κυριακή, Δεκεμβρίου 25, 2011

Ανοιξιάτικο


Είναι του ποιητή τα λόγια, μαχαιριά
που αποτελειώνει ό,τι απέμεινε
από μία μοναχική καρδιά.
Είναι  η μουσική που θυμίζει τη χαμένη νιότη μας.
Είναι της Άνοιξης η θύμηση,
που σε φέρνει  πάλι στη θέση την αδύναμη.
Είναι  οι στάλες της βροχής
που μπερδεύονται με τα δάκρυα
Είναι κι ο ουρανός για ακόμη μία φορά βουβός.
Και είναι και  τα πιο όμορφα ποιήματα,
που μένουν άγραφα,
μιας και ο πόνος της αγάπης
σκότωσε τις λέξεις τους.  
Είναι απλά μια λάθος στιγμή. 

Υ.Γ: Επηρεασμένο από εδώ

Σάββατο, Δεκεμβρίου 24, 2011

Εορταστικό…


Δεν έχει δώρα φέτος,
ούτε γκέρκι περισσεύει για χαμένους μάγους.
Είναι ο χρόνος ακόμα δικαστής
και  ουρές ανθρώπων περιμένουν υπομονετικά
την σειρά τους για να καταδικαστούν και τυπικά.
Τίποτα όμως δεν άλλαξε παλιέ συνοδοιπόρε.
Η γραμμή είναι πάντα εκεί χαραγμένη,
απλά κάποιος κι αναλόγως την σκοπιά του,
έχει να πει «ο τάδε δεν είναι πια εδώ»,
για να απαντήσει ο τάδε
«ο κάποιος είναι που δεν είναι εδώ».
Εγώ απλά λέω πως τίποτα δεν άλλαξε.
Οι μόνοι είναι και  θα είναι  μόνοι.
Όλοι οι άλλοι αδιάφοροι ήταν,
αδιάφοροι είναι
και αδιάφοροι θα είναι.
Για αυτό, αδιάφορη μού είναι κι η γραμμή σας
και το ποιος είναι πού. 
Αρκούμαι στο ότι θα ξημερώσει.

Πρόλογος ή αλλιώς…


Η απραξία της γραφής και της σκέψης μου
έχει αρχίσει  να με πείθει πως υπάρχει αυτό,
που σε μια από  τις πολλές στιγμές αδυναμίας,
έμπνευση βαφτίσανε  οι κοινοί.
Κι αν υπάρχει , θα  είναι  γυναίκα μοιραία
πλανεύτρα σαν της νύχτας το  χάδι και της σελήνης το σάλεμα.
Για αυτό  είμαι σίγουρος…
κι ας μην την αντάμωσα πότε μου ως τώρα
κι ας όταν είδα μια μορφή που της έφερνε στην φτιάξη,
εγώ κοίταξα αλλού – στον προορισμό μου στη γη.

Μου ήταν βλέπεις αρκετά ένα μπουκάλι που άδειαζε,
ένα τασάκι  που γέμιζε και  κάνα-δυο  θύμησες
που περιέπαιζαν το  μυαλό μου.
Για αυτό  δεν πίστεψα ποτέ στην έμπνευση,
κι ας είχα πλάσει στο νου μου της εικόνας της. 

Τώρα όμως είναι  αλλιώς.
Είτε αδειάζει είτε όχι το  μπουκάλι είναι το ίδιο.
Συνήθισαν χρόνια βλέπεις τα μέσα μου με αυτό.
Τόσο πολύ που αλκοόλ  κι εγώ δεν είμαστε πράγματα χώρια.
Είμαστε ένα πια και  για αυτό  το χέρι μου δεν λευτερώνεται
όταν το αλκοόλ του κάνει πάσα την πένα.

Είναι και ο καπνός του τσιγάρου αλλιώτικος. 
Σαν να μην βγαίνει καν από μέσα μου.
Ίσως γιατί  το οξυγόνο είναι  ζωή. 
Θέλει οξυγόνο η φωτιά και απ’ ό,τι φαίνεται,
αυτό λείπει από τα μέσα μου,
οπότε όταν φυσάω τον καπνό στα ξένα μου,
είναι λογικό να μην  βλέπω πια μορφές σε αυτόν.

Φτηνές δικαιολογίες…

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2011

Από τα χθες




Πάει καιρός απ’ την τελευταία πραγματική φορά,
τόσος  ώστε το μυαλό σου να την είχες
 πιστέψει για στερνή και να σκέφτηκες
«αυτός γλίτωσε».
Δεν σε κατηγορώ κι εγώ για το ίδιο μ’  έπειθα
κάθε φορά που με μελάνι γέμιζα
μια κιτρινισμένη σελίδα με τα βάθια μου.
 Και τώρα, χωρίς κάποιον εμφανή λόγο
όσα αποτυπώσει μια μεθυσμένη πένα,
 θα γίνουν μοίρασμα για να μαγαριστούν…

Ξέρεις δεν σου είπα ποτέ , πόσο μ’ αρέσει
που γράφεις λάθος τ’ όνομά σου.
 Όχι γιατί  αυτό σε κάνει να ξεχωρίζεις
αλλά γιατί θυμάμαι  τα λάθη μου,
τ’ ασυγχώρητα μα και τα πιο αγαπημένα.

Παρόμοιος μάλλον κι ο λόγος που
συνήθισα τις αφέγγαρες νύχτες.
 Όχι γιατί  δεν αντέχω την όψη μου
στο καθρέπτη της σελήνης,
ούτε γιατί η εκδίκηση κούρνιασε μέσα μου,
αλλά γιατί  τ’  άστρο σου το βιολετί 
μες το στο σκοτάδι φαίνεται (πιο) λαμπερό.

Και  για επίλογο, θυμήσου μια τζούρα ευτυχίας
έχοντας για αφορμή μία από ένα τσιγάρο.
Ωραία δεν ήταν όταν η μεθυσμένη σου φωτιά
στάθηκε σαστισμένη μπροστά στο μόνο άνθος
που δεν πήγαινε στην καρδιά σου  να κάψει;
Και τώρα σκέψου κι αναρωτήσου
για ό,τι άκαυτο έμεινε, αν άξιζε ένα τέλος αλλιώτικο;
Μα τι λέω, την ξέρεις ήδη την απάντηση…
Την ζεις.