Πάει καιρός απ’ την τελευταία πραγματική φορά,
τόσος ώστε το μυαλό σου να την είχες
πιστέψει για στερνή και να σκέφτηκες
«αυτός γλίτωσε».
Δεν σε κατηγορώ κι εγώ για το ίδιο μ’ έπειθα
κάθε φορά που με μελάνι γέμιζα
μια κιτρινισμένη σελίδα με τα βάθια μου.
Και τώρα, χωρίς κάποιον εμφανή λόγο
όσα αποτυπώσει μια μεθυσμένη πένα,
θα γίνουν μοίρασμα για να μαγαριστούν…
Ξέρεις δεν σου είπα ποτέ , πόσο μ’ αρέσει
που γράφεις λάθος τ’ όνομά σου.
Όχι γιατί αυτό σε κάνει να ξεχωρίζεις
αλλά γιατί θυμάμαι τα λάθη μου,
τ’ ασυγχώρητα μα και τα πιο αγαπημένα.
Παρόμοιος μάλλον κι ο λόγος που
συνήθισα τις αφέγγαρες νύχτες.
Όχι γιατί δεν αντέχω την όψη μου
στο καθρέπτη της σελήνης,
ούτε γιατί η εκδίκηση κούρνιασε μέσα μου,
αλλά γιατί τ’ άστρο σου το βιολετί
μες το στο σκοτάδι φαίνεται (πιο) λαμπερό.
Και για επίλογο, θυμήσου μια τζούρα ευτυχίας
έχοντας για αφορμή μία από ένα τσιγάρο.
Ωραία δεν ήταν όταν η μεθυσμένη σου φωτιά
στάθηκε σαστισμένη μπροστά στο μόνο άνθος
που δεν πήγαινε στην καρδιά σου να κάψει;
Και τώρα σκέψου κι αναρωτήσου
για ό,τι άκαυτο έμεινε, αν άξιζε ένα τέλος αλλιώτικο;
Μα τι λέω, την ξέρεις ήδη την απάντηση…
Την ζεις.