Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω την
karpouzi για την πρόσκληση. Διάλεξα και εγώ να ανεβάσω του στίχους από τα τραγούδια που με κάνουν κάπως να μελαγχολώ διότι δεν ξεχωρίζω κάποια τραγούδια σαν αγαπημένα μου. Και τα τρία τραγούδια που διάλεξα είναι των
ACTIVE MEMBER. Ιδιαίτερες διευκρινίσεις δεν θα ήθελα να δώσω , όποιος διαβάσει τους στίχους θα καταλάβει…
Vassia σειρά σου.
ΛΑΒΩΜΕΝΟ ΞΩΤΙΚΟ
Δάκρυα που κυλήσανε για σένα γίνανε τραγούδια
λόγια που είχα ακούσει θυμωμένα ,ναι τα ακούω και εδώ.
νύχτες που απ’ τα ξίδια, στήναμε χορό με τα αγγελούδια
έψαχνα στα σύννεφα τα μάτια σου κάπου να βρω.
Έπαιρνα από πίσω το αίμα που 'τρεχε απ' τις πληγές σου
μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
σου άπλωνα το χέρι να έρθεις λαβωμένο ξωτικό.
Και εγώ θυμάμαι παντού να σε ψάχνω ξωτικό
να δω αλήθεια αν είσαι όπως μου λέγανε κακό
να αντικρίσω τα μάτια σου, το μαγικό σου βλέμμα
που είχα ακούσει όποιος σε δει θα ποτίσει λεει ψέμα.
Και θα πνίγει τα όνειρά του στη χαρά σου
θα πουλάει απ' τη ζωή φτάνει να σέρνεται κοντά σου
κι αν ναι θα τον φοβίζει η μοναξιά
και ο χρόνος θα περνάει αργά και συνέχεια θα πονάει.
Μα ποτέ δε μ' ένοιαξαν τα λόγια ξωτικό
κρατούσα μέσα μου για χρόνια ένα θαμμένο μυστικό
και μπορεί όταν θα σε δω αν ταιριάξει να σου πω
για ποιο λόγο εγώ ψάχνω τόσα χρόνια να σε βρω.
Και ακολουθώ το αίμα που τρέχει απ' τις πληγές σου
χωρίς ποτέ να ζητιανεύω λίγο απ' τις χαρές σου
χωρίς να θέλω να χαρώ κάτι κλεμμένο
ίσως μπορεί εγώ να ξέρω γιατί τρέχεις λαβωμένο.
Και σκεπάζω τις σταγόνες απ' το αίμα σου καλά
αν σε βρούνε πληγωμένο για' μένα θα' ναι αργά
ποτέ δε θα μπορέσω εγώ τα μάτια σου να δω
και θα χαθώ χωρίς να ξέρω αν αγαπώ
.
Έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
– σ' έχει προδώσει το αίμα που κυλάει ξωτικό.
Μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
– και εγώ σ' ακούω παντού, μη φοβάσαι είμαι εδώ.
Το μυστικό μας λοιπόν το κρατάω καλά κρυμμένο
συνέχισε να τρέχεις να γυρνάς κυνηγημένο
και εγώ θα 'μαι εκεί πίσω από σένα μια βαριά αναπνοή
να μας σκεπάζει σαν ομίχλη και μπορεί
όποιος ψάχνει να σε βρει και δεν ξέρει γιατί
τα σημάδια που αφήνεις δεν θα δει, θα χαθεί
μα εγώ σε ακούω καλά, φοβισμένο μου μοιάζεις
για πρώτη φορά ξωτικό δε με τρομάζεις.
Και είμαι εδώ το χέρι μου σου απλώνω
παίρνω κουράγιο και μπορώ και μετανιώνω
για όλα εκείνα που είχα πει στα βαριά δήθεν τραγούδια
που δεν μοιράστηκα κρασί με τα αγγελούδια.
Τώρα μπορώ να σου πω όταν θα σε δω
πως μες τα μάτια σου εγώ ψάχνω καιρό
λίγη απ' τη φωτιά, λίγο από το παραμύθι
και λίγο αγάπη να με σώσει από τη λήθη
Γι' αυτό θάψε όλες τις ψεύτικες χαρές σου
έχω σκεπάσει όλο το αίμα απ' τις πληγές σου
βάλε όλα τα άστρα του ουρανού για νυφικό
και έλα μαζί μου λαβωμένο ξωτικό.
Έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
– μοιάζει η νύχτα να κερνάει με χαρά το κακό.
Μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
–είσαι κοντά μου το νιώθω λαβωμένο ξωτικό
Ίσως μετά να κρυφακούω
Ακόμα ακούω το τρίξιμο της κούνιας στην αυλή
και τον ήχο απ’ την παλιά τη ραπτομηχανή
τον πάγο να λιώνει στο παλιό ψυγείο
και τη μοναξιά μου στο σχολείο
Ακόμα ακούω από τα ξύλινα στρατιωτάκια τη σιωπή
τα ελλενίτ να χορεύουν απ’ τον αέρα στη σκεπή
Ακόμα ακούω απ’ το πικ – άπ το τρίξιμο του ιμάντα
κι εκείνη τη βροχή που της μιλούσα πάντα.
Ακόμα ακούω κάθε πρωί την Μίκαινα δίπλα να ζυμώνει
την πρώτη ανάσα στο πρόσωπό μου να ζυγώνει.
Ακόμα ακούω εκείνες τις καληνύχτες που ζητούσα επίμονα
και τον Βάνια ίσως τον μόνο, όπως τότε, γείτονα.
Ακόμα ακούω τις μαρμίτες να γδέρνουν τα μαντέμια,
τις συμβουλές από τους μπάτσους για να μου σφίξουνε τα γκέμια,
τον όρκο στο στρατό που δείλιασα και σήκωσα το χέρι,
ακόμα ακούω φωνές παιδιών στην Φαναρακίου το μεσημέρι.
Ακόμα ακούω το γιο μου να ραπάρει το «Άκου, μάνα»
το κρυφτοντένεκο και τα γυαλένια έξω απ’ το φούρνο στην αλάνα
Ακόμα ακούω όταν χορεύαμε του μουσαμά τον ήχο,
τα σπρέι ν’ αδειάζουν βιαστικά πάνω στον τοίχο.
Ακόμα ακούω το Fight the Power σιγά – σιγά να μπαίνει
ακόμα ακούω τον Πυροβάτη από το Horizon να βγαίνει
ακόμα ακούω τη γκάιντα απ’ του Twinpeaks το ρυάκι
και τη φωτιά να καίει σε ουαλέζικο τζάκι
Ακόμα ακούω τον Adam και την Adele να μας μοιράζουν κάρτες
κι από το Duisburg να τραγουδάν οι μετανάστες.
Ακόμα ακούω το κύμα απ’ τη βεράντα στη Σουβάλα
ακόμα ακούω στο τσιμέντο και στο ταμπλό τη μπάλα,
ακόμα ακούω να μου λένε «να ‘ναι καλά και να σας ζήσει»
Ακόμα ακούω να με φωνάζει στην ταράτσα του ήλιου η δύση
Ακόμα ακούω το χειροκρότημα απ’ το Ρόδον κείνο τον Μάη
και την δροσιά μου να μου απαντάει πως μ’ αγαπάει
Ακόμα ακούω απ’ το τηλέφωνο το γάβγισμα της Ίρμας
Ακόμα ακούω απ’ το Κάνε κάτι την οργή της τελευταίας ρίμας.
Ακόμα ακούω κάθε στίχο που ‘χω γράψει
κι όποιον έκανα στο διάβα μου να κλάψει.
Ακόμα ακούω το μοτεράκι να σκάβει το πετσί μου
Ακόμα ακούω καθαρά όταν σωπαίνω τη φωνή μου.
Ακόμα ακούω σαράντα χρόνια η ίδια ιστορία
κι αν είναι φάρσα η τιμωρία
Όλα αυτά θα τ’ ακούω μέχρι να σβήσει κάθε ψέμα που ‘χω μέσα μου
μέχρι να σβήσει η φωτιά μου κι η μπέσα μου
και μετά ίσως να κρυφακούω.
Τι άλλο φοβάσαι
Κάποτε σ’ είδα στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου,
στο καιρό του τρόμου και του αλλόκοτου φόβου,
να διπλώνεσαι, ν’ ανησυχείς και να τρομάζεις
και πριν καλάρουν οι μέρες το σκασμό να βγάζεις.
Να μια απ’ τα ίδια – ίδιοι δρόμοι – ίδιοι κύκλοι·
γαβγίζουν οι άνθρωποι – σκιάζονται οι σκύλοι,
θρηνούν μανάδες, και πού να ξαποστάσεις
όταν στη μνήμη σου μακραίνουν οι αποστάσεις.
Έτσι σκηνοθετούν το σήμερα άκριτοι κοσμοκράτορες,
βαρέθηκα τα έγκυρα - είναι όλοι προβοκάτορες
που πιάνονται απ’ τον φόβο σου και φτιάχνουν ιστορίες
κι ενάντια στους άπιστους στήνουν σταυροφορίες
από χορτασμένους με το ίδιο ήθος και παράστημα
που θα εξοντώνουν όσα τους μοιάζουν άσχημα.
Έτσι κι εγώ αφού σκιάζεσαι ξανά σε φτύνω.
Ψάχνω, λοιπόν, ό,τι φοβάσαι για να γίνω…
Γίνομαι τάφος αντάρτη στο Ιράκ και μοιρολόι στη Παλαιστίνη,
τυφλός στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη·
πεινασμένος ιθαγενής στο Μεξικό,
χίλιες επεξηγήσεις για το φόβο σου στο λεξικό,
μοναχός στο Θιβέτ – κι aboriginal στην Αυστραλία,
τζαμί καμένο από φασίστες στην Ιταλία·
εθελοντής γιατρός απ’ την Αβάνα
και παιδί στην Τεχεράνη απ’ ανύπαντρη μάνα·
νεκρός κι άταφος δάσκαλος στη Σομαλία,
κυνηγημένος τούρκος συγγραφέας στη Γαλλία,
εργάτης στα πετρέλαια στη Βενεζουέλα
και στο Μπέλφαστ μια ματωμένη φανέλα·
βραζιλιάνος με 8 σφαίρες στο κεφάλι στο Λονδίνο
- τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω.
Εγώ που κάνω όνειρα κι έχω πολλά ωραία να χάσω
κάνω και την αρχή – δε γουστάρω να ησυχάσω.
Τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω
κι ας έχω τόσα πολλά κι ωραία να χάσω.
Κι ούτε στιγμή μη ρωτάς τι θα απογίνω,
μου φτάνει που δε γουστάρω να ησυχάσω
(που είμαι εδώ και θέλω τη βολή σου να χαλάσω – πες μου, τι άλλο φοβάσαι)
Θα γίνω χρήστης που παλεύει για τη σωτηρία,
διψασμένος πρόσφυγας από τη Νιγηρία,
σαρίκι τυλιγμένο σε περήφανο κεφάλι
και μασάτι από αφρικάνικο ατσάλι.
Σφαγμένο θηλυκό απ’ τους γονείς του στην Κίνα
κι ορφανό σε φαβέλα που πεθαίνει απ’ την πείνα.
Τι άλλο φοβάσαι πες μου και θα γίνω…
Αλγερινός που ξημερώνεται σε γαλλικά λιμάνια
και μάτια που κοιτούν από πασαμοντάνια·
τούρκος αναλφάβητος που ζει στο Γκάζι
και μορφωμένος Αλβανός που σε τρομάζει·
στο τοίχος της ντροπής stencil απ’ τον Banksy
κι ο εφιάλτης σου πριν να χαράξει.
Πες μου, τι άλλο φοβάσαι και θα γίνω…