Κάποτε έπαιζα μαζί τους, όπλο στο χέρι μου ήταν
για να ντύνω με αυτές τα αγαπημένα, τα μισημένα,
τα γοητευμένα, τα πυραναθρεμμένα, τα μπολιασμένα,
τα παραμυθένια, τα βολεμένα, τα δανεισμένα και
τα κλεμμένα και να τις πλέκω μαζί τους ένα κουβάρι
ανάκατο για να κυκλώνω την παράνοιά μου.
Και τώρα, οι λέξεις απλά με προσπερνούν κρυφογελώντας,
μιας και γνωρίζουν πως όσο κι αν βιώνω το νόημά τους,
το χέρι κόβεται όλο και πιο πολύ από την συνήθεια,
η σκέψη υποδουλώνεται στην παράνοια και πως η
καρδιά το τελευταίο της κτύπο τον άφησε για εκείνη.
Και τις βλέπω να φεύγουν όλο και πιο μακριά
και μένω να παρανοώ μακριά απ΄ το ψυχοτόπι μου,
να παλεύω με τους δικούς μου μύλους
που μέσα τους κρύβονται ανίκητοι εχθροί
και να βλέπω ένα σύμπαν κι έναν κόσμο
φτιαγμένα απ΄την αρχή να πηγαίνουν στράφι.